λῆμαι

λῆμαι
λήμη
a humour that gathers in the corner of the eye
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λῆμ' — λῆμαι , λήμη a humour that gathers in the corner of the eye fem nom/voc pl λῆμα , λῆμα will neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήμη — η (AM λήμη, Μ και λήμμη) ωχρόλευκο λιπώδες έκκριμα τών ταρσαίων αδένων τών βλεφάρων το οποίο συγκεντρώνεται ιδίως στον εσωτερικό κανθό τού ματιού, η τσίμπλα αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λῆμαι τα πάσχοντα, τα ερεθισμένα μάτια 2. φρ. α) «ἡ τοῡ Πειραιῶς… …   Dictionary of Greek

  • προσεσύλημαι — προσεσύ̱λημαι , πρό συλάω strip off perf ind mp 1st sg (attic ionic) πρός , εἰσ ὑλάω bark pres ind mp 1st sg προσεσύ̱λημαι , πρός , εἰσ ὑλάω bark perf ind mp 1st sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρονικός — κρονικός, ή, όν (Α) [Κρόνος] 1. κρόνιος* 2. μτφ. απαρχαιωμένος, παμπάλαιος («πρὸς δὲ τούτοις ἔτι τούτων κρονικώτερα», Πλάτ.) 3. παροιμ. «κρονικαὶ λῆμαι» λεγόταν για τους μύωπες …   Dictionary of Greek

  • διατεθρύλημαι — διατεθρύ̱λημαι , διαθρυλέω spread abroad perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισεσύλημαι — περισεσύ̱λημαι , περισυλάομαι perf ind mp 1st sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεσύλημαι — σεσύ̱λημαι , συλάω strip off perf ind mp 1st sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσεσύλημαι — ἀποσεσύ̱λημαι , ἀποσυλάω strip off spoils from perf ind mp 1st sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλημαι — ἀλάομαι wander pres ind mp 1st sg ἄ̱λημαι , ἀλάομαι wander perf ind mp 1st sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”